ἔθραυε

ἔθραυε
θραύω
break in pieces
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εντεύθεν — (AM ἐντεῡθεν, Α και ιων. τ. ένθευτεν) επίρρ. 1. (για τόπο) από δω ή από κει («καταπλώσας γάρ... ἐπὶ Φᾱσιν ποταμόν, ἐντεῡθεν», Ηρόδ.) 2. χρον. από ένα καθορισμένο χρονικό σημείο και μετά, από τότε («κἀντεῡθεν ἄλλος ἄλλον ἐξ ἑνὸς κακοῡ ἔθραυε… …   Dictionary of Greek

  • εξώστης — Οι βατές προεξοχές που δημιουργούνται στους ορόφους των κτιρίων, μπροστά από ανοίγματα που φτάνουν έως το δάπεδο, τις εξωστόθυρες. Προορισμός τους είναι να δώσουν στους ορόφους έναν μικρό υπαίθριο χώρο, σε προέκταση του εσωτερικού κλειστού, ή και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”